καταψύκτης

καταψύκτης
ο
ηλεκτρική συσκευή που δημιουργεί μεγάλη ψύξη και χρησιμοποιείται για την κατάξυψη των τροφίμων (κρεάτων, λαχανικών κτλ.), με σκοπό τη συντήρησή τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταψύκτης — ο [καταψύχω] συσκευή με την οποία καταψύχονται τρόφιμα για μακροχρόνια συντήρηση …   Dictionary of Greek

  • κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… …   Dictionary of Greek

  • ψύκτης — ο, Ν 1. ο θάλαμος κατάψυξης τού ψυγείου 2. οικιακή συσκευή κατάψυξης και διατήρησης τροφίμων, καταψύκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (ΙΙ) + επίθημα της*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”